Περισσότερη ασφάλεια σημαίνει μεγαλύτερη επισφάλεια

Γίνεται πολύς λόγος τελευταία, και δίκαια, για την απόφαση της κυβέρνησης να συστήσει ειδικό σώμα αστυνομίας για τα πανεπιστήμια. Ξεκάθαρα, αυτή η απόφαση δείχνει την τάση προς έναν νέο ολοκληρωτισμό, για τον οποίο η απάντηση σε όλα τα κοινωνικά ζητήματα είναι περισσότερη αστυνομία. Θέλουμε όμως εδώ να σταθούμε εν συντομία στις επιπτώσεις που έχει αυτή η εξέλιξη για το μέλλον των επισφαλών εργαζομένων του πανεπιστημίου. 

Για να μη μασάμε τα λόγια μας, οι σχεδιασμοί για αστυνομία των πανεπιστημίων στρέφονται ξεκάθαρα ενάντια στους αγώνες και τις δίκαιες διεκδικήσεις των επισφαλών, όπως στράφηκαν ενάντια σε παρόμοιες διεκδικήσεις σε ολοένα εντεινόμενο βαθμό τα τελευταία χρόνια. Με λίγα λόγια, η εργαζόμενη ως  επισφαλής στο πανεπιστήμιο θα βρίσκει απέναντί της σε κάθε διαμαρτυρία, σε κάθε συγκέντρωση, σε κάθε δημόσια δράση της, ένα οργανωμένο ένοπλο σώμα. Πρόκειται, πρακτικά, για τη μετατροπή των δίκαιων αιτημάτων και των αγώνων των επισφαλών σε ποινικό αδίκημα. Πήραμε ήδη μια γεύση αυτής της λογικής με την πρόσφατη εισβολή στη Φοιτητική Εστία του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως απάντηση στους αγώνες των φοιτητών/τριων για στέγαση και σίτιση.

Η παρουσία όμως αστυνομίας μέσα στις σχολές ουσιαστικά αλλάζει το χαρακτήρα του χώρου, από δημόσιο σε φυλασσόμενο, περίκλειστο, ιδιωτικό. Από χώρο συμπερίληψης και σύνδεσης σε χώρο παραγωγής αποκλεισμών. Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι μόνο εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά και χώροι ανοιχτοί στην κοινωνία, που καλύπτουν διάφορες ανάγκες πέρα από την εκπαίδευση. Η παρουσία οπλισμένων ένστολων με δικαίωμα ελέγχου της κίνησης μέσα στους χώρους, θα αλλάξει διαμιάς τον ανοιχτό αυτό χαρακτήρα και τον μετατρέπει σε ένα τόπο καταστολής, όπου οποιεσδήποτε δραστηριότητες πέρα από τις «επίσημες» (αλήθεια, ποιες είναι αυτές;) μεταμορφώνονται σε πιθανά παραπτώματα.

Η αστυνόμευση ουσιαστικά αποκόπτει την τελευταία σύνδεση που είχε το πανεπιστήμιο, και ειδικά οι κοινωνικές επιστήμες, με την δύναμη αλλαγής της κοινωνίας, τα κοινωνικά κινήματα των από τα κάτω. Οι πανεπιστημιακοί χώροι στην Ελλάδα δεν πολιτικοποιήθηκαν εξαιτίας μιας φανταστικής «ηγεμονίας της αριστεράς», αλλά διότι αποτέλεσαν ανοιχτούς χώρους συνεύρεσης των από τα κάτω, χώροι όπου υπήρχε η δυνατότητα να συντελεστούν συναντήσεις, διάλογοι, κόντρες, δίκτυα και οργανώσεις. Σε αυτή τη ζωή που συστήνεται με όρους καθημερινών πολιτικών πρακτικών είναι αλλεργικός ο νέος ολοκληρωτισμός, διότι καταλαβαίνει τη δυναμική της ως κινητήρια κοινωνικών αλλαγών. Για μας, τις επισφαλείς εργάτριες γνώσης, η συνθήκη αυτή αποτελεί ακόμα μια απειλή στην ίδια μας την υπόσταση ως αγωνιζόμενες που συμμετέχουν σε αυτή την κοινωνικοποιημένη γνώση και πρακτική. 

Η απόφαση για σώμα αστυνομίας στα πανεπιστήμια έρχεται σε μία περίοδο όπου η σχέση μας με τον δημόσιο χώρο, αλλά και με τον/την άλλο/η στον χώρο αλλοτριώνονται ήδη μέσα από την κανονικοποίηση μιας ιδιάζουσας χρήσης του, όπως επιβάλλουν τα πρόσφατα περιοριστικά μέτρα για τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Δεν μπορούμε παρά να καταθέσουμε την αγωνία μας για το πώς και πόσο ακόμα μπορεί να καναλιζαριστούν τα σώματά μας και οι “διαδρομές” τους υπό τη συνθήκη της συστηματικής επιτήρησης. Και της σταθερής, συνεπακόλουθα, απειλής μιάς “τιμωρίας”.

Με αυτά κατά νου, η στήριξή μας στις κινητοποιήσεις ενάντια στο νέο νόμο είναι μονόδρομος.

precademics 

Για άλλα εργασιακά καθεστώτα για τους/ τις επισφαλείς των ελληνικών πανεπιστημίων

Εμείς, οι επισφαλείς εργαζόμενες των Πανεπιστημίων παραμείναμε για πολλά χρόνια αόρατες προσπαθώντας να επιβιώνουμε και να παράγουμε ερευνητικό και διδακτικό έργο εφήμερα, ιδιωτικά και αποσπασματικά. Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και της λιτότητας βιώσαμε ακόμα πιο έντονα τη συνθήκη της επισφάλειας καθώς αυτή διευρύνθηκε και θεσμοθετήθηκε στο πλαίσιο των δημοσιονομικών περικοπών και του αυστηρού περιορισμού των προσλήψεων στο δημόσιο. Καθώς περνούν τα χρόνια, όμως, γινόμαστε όλο και πιο πολλές, όλο και πιο μόνιμα παρούσες, προσφέροντας με διαφορετικούς τρόπους στην πανεπιστημιακή έρευνα και διδασκαλία στην Ελλάδα. Η επισφάλειά μας δεν είναι πια μια προσωρινή παρέκκλιση αλλά η κανονικότητα του ελληνικού Πανεπιστημίου· ενός Πανεπιστημίου που δηλώνει «δημόσιο» και μας καλεί να το υπερασπιστούμε, όταν εισάγει εις βάρος μας τις πλέον «απελευθερωμένες» συνθήκες εργασίας, ενώ, συγχρόνως, συντηρεί αναχρονιστικές γραφειοκρατικές δομές και καθεστώτα «προνομιακών» σχέσεων.

Αυτή η συνθήκη επισφάλειας δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις «νέες» ευκαιρίες προσφοράς των γνώσεων και δεξιοτήτων μας στα διάφορα πολιτιστικά και ερευνητικά ιδρύματα. Απεναντίας, εντατικοποιεί τις αρχές της αγοράς και κατ’ επέκταση την επισφάλειά μας. Συμμετέχουμε όπου μας καλούν –ομιλίες, εργαστήρια, δημόσιες δράσεις κ.α.– προσπαθώντας να παραμείνουμε ορατές, να δείξουμε ότι παράγουμε έργο, να συντηρούμε τα δίκτυα υποστήριξής μας. Όλα αυτά θεωρούνται δώρα σε ένα καθεστώς πλήρους επισφάλειας και, κατά συνέπεια, κανένα από τα δεκάδες ιδρύματα αυτά δεν θεωρεί ότι πρέπει να μας πληρώσει. Ο χρόνος, ο κόπος, η παραγωγή γνώσης, η επένδυση σε κοινωνικές σχέσεις, η παρουσίαση ενός «καλοπροαίρετου» εαυτού –κατακερματισμένες και μοναχικές δραστηριότητες που παρουσιάζονται ως επιτεύγματα– είναι η απλήρωτη εργασία που συγκροτεί τον νέο τύπου του αξιοποιήσιμου εργαζομένου στο πανεπιστήμιο.

Τα προγράμματα «Απόκτησης Ακαδημαϊκής Διδακτικής Εμπειρίας», εμφανίστηκαν σε αυτό ακριβώς το καθεστώς επισφάλειας για να καλύψουν τις διδακτικές ανάγκες που δημιουργήθηκαν λόγω των ελλείψεων σε μόνιμο προσωπικό. Και όπως πολλά άλλα προγράμματα αυτού του τύπου, δεν αναγνωρίζουν την εργασία μας ως μισθωτή εργασία, ούτε φυσικά το γεγονός της κανονικοποίησης της επισφάλειάς μας. Όπως δηλώνει ο τίτλος τους, εμφανίζονται ως μια φαινομενικά προσωρινή, καλοπροαίρετη και γενναιόδωρη «προσφορά» προς όλες μας· μια μοναδική ευκαιρία να αναπτύξουμε αλλιώς το βιογραφικό μας. Αυτή η υπέροχη εικόνα λειτουργεί επειδή κρύβει το γεγονός ότι η συμμετοχή μας στην δημόσια παραγωγή γνώσης συντελείται με χαμηλότερο εργασιακό κόστος· συντελείται μέσω της πλήρους εξάρτησής μας από τις γραφειοκρατικές υπηρεσίες των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) που διαχειρίζονται τις αμοιβές μας για τις ανάγκες ισολογισμού των πανεπιστημίων· λειτουργεί επειδή συντελείται μέσω της ανάσχεσης της δυνατότητας υπεράσπισης των εργασιακών μας δικαιωμάτων.

Τα «Προγράμματα» προκηρύσσονται αργά και εξίσου αργά ενημερωνόμαστε για την επιλογή μας. Είναι βραχυπρόθεσμα και δεν εξασφαλίζεται η επένδυση που κάνουμε στη διδασκαλία, πόσο μάλλον η ένταξή μας στο πανεπιστήμιο. Το κόστος μετακίνησης και διαμονής δεν καλύπτεται επ’ ουδενί από την παρεχόμενη αποζημίωση, ειδικά όταν πληρωνόμαστε μήνες μετά την έναρξη της εργασίας και επωμιζόμαστε καθημερινά τα έξοδα αυτά. Αυτές οι «τεχνικές» λεπτομέρειες δείχνουν την υποτίμηση της ζωής και της εργασίας μας και είναι ένα μέρος μόνο των εργασιακών συνθηκών που μοιραζόμαστε οι ερευνητές, οι διδάσκουσες, οι υπότροφοι στα εκπαιδευτικά ιδρύματα τη χώρας – στα ΑΕΙ, στο ΕΑΠ, στα κέντρα υποτροφιών.

Ζούμε σε ένα καθεστώς μόνιμου άγχους για την καθημερινή μας επιβίωση· για τη συντήρηση των ακαδημαϊκών μας δεσμών, στους οποίους επενδύουμε συστηματικά· για την προετοιμασία των μαθημάτων που εκ των προτέρων θα είναι ατελής· για το αν θα βρισκόμαστε ξανά στις αίθουσες ή σε κάποιο πρόγραμμα την επόμενη χρονιά, πόσο μάλλον όταν ο χρόνος για τον σχεδιασμό του μέλλοντός μας καταναλώνεται στις διδακτικές και συγγραφικές μας υποχρεώσεις. Αυτές οι εκπαιδευτικές συνθήκες ματαιώνουν την εργασία μας και αποκόπτουν τους δεσμούς μας από τα πανεπιστήμια, τους/τις συναδέλφους, τους φοιτητές και τις φοιτήτριες μας. Κανείς και καμιά εκπαιδευτικός σε οποιαδήποτε βαθμίδα της εκπαίδευσης δεν μπορεί με αυτούς τους όρους να παράσχει έργο που να δημιουργεί σχέσεις με βάθος και ορίζοντα.

Έχουμε ταυτιστεί με τη διδασκαλία και την έρευνά μας και διεκδικούμε την ορατότητα της εργασίας μας και των επισφαλών συνθηκών στις οποίες διενεργείται. Η μη αναγνώριση των δικαιωμάτων μας την καθιστά πολύ πιο δύσκολη και περιορίζει τη δυνατότητά μας να παράγουμε ερευνητικό έργο και να κάνουμε δημοσιεύσεις όπως επιβάλλεται. Για πολλές από εμάς, η μόνη διέξοδος είναι να δουλεύουμε σε πολλαπλά προγράμματα, σε εποχιακές ή εφήμερες θέσεις, εντός και εκτός πανεπιστημίου, υποβαθμίζοντας την καθημερινή μας ζωή αλλά και την ποιότητα της δουλειάς μας. Δεν μπορούμε και δε θέλουμε πια να είμαστε αόρατες. Βλέπουμε τις ζωές μας να αναλώνονται σε έναν συνεχή ανταγωνισμό για το ποια από εμάς θα είναι πιο ικανή ή πιο τυχερή για να πάρει το «χρίσμα» ή να διατηρεί καλές, δηλαδή «προνομιακές» σχέσεις και να περάσει στην άλλη όχθη, αυτή της μόνιμης εργασίας στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, την ίδια στιγμή που οι υπόλοιπες/οι θα συνεχίσουμε να είμαστε επισφαλείς ώσπου το σύστημα να μας ξεβράσει εντελώς λόγω ηλικίας.

Διεκδικούμε:

  1. Να αμείβεται η συμμετοχή σε κάθε εκπαιδευτική/ πολιτιστική εκδήλωση

  2. Να δημιουργηθεί ειδικό καθεστώς μισθωτής εργασίας για τις ερευνήτριες και συμβασιούχους διδάσκοντες

  3. Να απαλλαγούν τα προγράμματα υποτροφιών και έρευνας από τον ΦΠΑ

  4. Επιτέλους να αμείβονται οι υπότροφοι, ερευνητές και συμβασιούχοι διδάσκοντες σε μηνιαία βάση

  5. Να αλλάξει το καθεστώς συμμετοχής στα συμβούλια των τμημάτων και στα κέντρα λήψης αποφάσεων των πανεπιστημίων

Η θεσμοθέτηση της επισφάλειας στα Πανεπιστήμια, με τη διεύρυνση και θεσμοθέτηση του καθεστώτος του ελεύθερου επαγγελματία στις κατηγορίες των διδασκόντων και ερευνητών, συντελεί στην ουσιαστική υποβάθμιση του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας. Συγχρόνως, αυτή η υποβάθμιση αποκρύπτεται από τις ρητορικές για την «υπεράσπιση» του δημόσιου Πανεπιστήμιου – την οποία και εμείς οφείλουμε να τελέσουμε. Τέτοιες ρητορικές μάς προβληματίζουν όταν εισάγουν μέσω των σωμάτων μας τα πιο σκληρά νεοφιλελεύθερα πρότυπα – γεγονός που κάνει ακόμα πιο κρίσιμο το ερώτημα: Τι Πανεπιστήμιο θέλουμε;

Γιατί ένα Πανεπιστήμιο να παράγει διακριτές κατηγορίες εργαζομένων όταν αυτοί κάνουν ακριβώς την ίδια διδακτική εργασία; Όπως και οι μόνιμοι συνάδελφοί μας, δεν είμαστε ελεύθεροι επιχειρηματίες, δεν έχουμε επιχειρήσεις και δεν θεωρούμε τους φοιτητές μας πελάτες. Το δημόσιο Πανεπιστήμιο απαιτεί πολιτική φαντασία από όλες και όλους μας και σας καλούμε να διαμορφώσουμε από κοινού άλλα εργασιακά καθεστώτα που να αναγνωρίζουν και να διαφυλάσσουν τη συμβολή μας στην παραγωγή γνώσης.

 

85.42.1

Επισφαλώς εργαζόμενες/οι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση