Τον τελευταίο διάστημα βρισκόμαστε αντιμέτωπες με μία ακόμα «κρίση», αυτή τη φορά με τη μορφή μιας πανδημίας για την υγειονομική διαχείριση της οποίας επιβλήθηκαν πρωτοφανή περιοριστικά μέτρα, όπως η κοινωνική απομάκρυνση, η στενή αστυνόμευση των μετακινήσεων μας, αλλά και η προσωπική ευθύνη να «Μένουμε σπίτι» σε έναν αυτοεπιβαλλόμενο εγκλεισμό. Η επίδραση, όμως, αυτής της καινούργιας συνθήκης στην καθημερινότητα μας, έχει άνισες και διαφοροποιημένες εκφάνσεις. Όσον αφορά το πεδίο της ακαδημαϊκής παραγωγής γνώσης και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η κρίση του COVID19 συνοδεύεται από μια συνολική μετατόπιση προς την εντατικοποιημένη ψηφιοποίηση των παιδαγωγικών, γνωστικών, και ερευνητικών (μας) εργαλείων, η οποία εντείνει την επισφάλεια που βρισκόμασταν με τρόπο ξαφνικό και βίαιο.
Φαινομενικά, η συμμετοχή μας στην παραγωγή της γνώσης αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο εργασίας, καθώς οι κίνδυνοι μόλυνσης είναι περιορισμένοι. Σε αντίθεση με τους «απαραίτητους» εργαζόμενους στα νοσοκομεία ή στις μεταφορές και τη διακίνηση, που διακινδυνεύουν καθημερινά τη ζωή τους, εμείς απολαμβάνουμε την υποτιθέμενη «άνεση» και «ασφάλεια» των ιδιωτικών μας χώρων. Σ’ αυτή τη συνθήκη, όμως, του περιορισμού στον οικιακό χώρο που βιώνεται διαφορετικά από την καθεμιά μας, καλούμαστε να παράγουμε ατομικά, και χωρίς παύση, προϊόντα γνώσης που ολοένα και περισσότερο αυξάνει η ζήτησή τους: Ηλεκτρονικά μαθήματα, εκθέσεις ερευνητικών προγραμμάτων, διαδικτυακά σεμινάρια και εργαστήρια, αλλά και ψηφιακό υλικό κάθε είδους, που διαδίδονται σαν μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας αναπαραγωγής της αίσθησης της κανονικότητας, σαν όλα να συνεχίζονταν όπως και πριν. Οι εισαγωγικές εξετάσεις δεν πρέπει να αναβληθούν, οι εξεταστικές δεν πρέπει να χαθούν, τα παραδοτέα δεν πρέπει να καθυστερήσουν. Παρόλο που οι προσπάθειές μας καταλήγουν συχνά να είναι αμφίβολης ποιότητας λόγω της έλλειψης προετοιμασίας και εκπαίδευσης στις ψηφιακές πλατφόρμες, της ψυχολογικής πίεσης, αλλά και της ανεπάρκειας βασικών τεχνολογικών υποδομών, η διαδικτυακή εργασία μας παρουσιάζεται σαν κομμάτι της «εθνικής προσπάθειας» για την καταπολέμηση του ιού, σαν όλες να δουλεύουμε με τους ίδιους όρους, σαν η επισφάλεια σε αυτή την έκτακτη περίσταση να μη μετράει, σαν να είναι άλλη μια λεπτομέρεια στη γενικότερη κατάσταση εξαίρεσης.
Η καινούργια αυτή συνθήκη δεν αφορά, όμως, μόνο το πεδίο γνώσης και εκπαίδευσης σε σχέση απλά με μια αναδυόμενη ανάγκη αφομοίωσης νέων τεχνικών και τεχνολογιών. Τα χαρακτηριστικά της, μαζί με τις πολιτικές της απομάκρυνσης και απομόνωσης που εμπεριέχει, αφορούν την επιβολή μιας διαφορετικής κοινωνικής σχέσης ανάμεσα στις εργαζόμενες και τους εργοδότες. Ο ιδιωτικός χώρος του σπιτιού ήταν βασικό κομμάτι της εργασιακής καθημερινότητάς για πολλές και πολλούς επισφαλείς και πριν την πανδημία, ακριβώς επειδή η ίδια η προσωρινότητα της εργασίας μας στερεί συχνά και την πρόσβαση σε γραφεία και χώρους εργασίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ωστόσο, η αναγκαστική απομόνωση στο σπίτι (ένα χώρο που διαφέρει τόσο υλικά, όσο και κοινωνικά από άτομο σε άτομο) χρησιμοποιείται σήμερα ως εργαλείο για τη διεύρυνση της μη διαφοροποίησης μεταξύ του χώρου εργασίας και του ποιοτικά διαφοροποιημένου χρόνου.
Η «κανονικότητα», λοιπόν, που προάγεται προοικονομεί ότι ο χρόνος εργασίας έρχεται να καταλάβει ολόκληρη τη ζωή. Χωρίς να αμειβόμαστε για την επιπλέον ψηφιακή εργασία και χωρίς τα κατάλληλα ψηφιακά υλικά, καλούμαστε να επενδύσουμε συναισθηματικά στα διαδικτυακά προϊόντα της εργασίας μας διευρύνοντας τα ωράρια μας χωρίς περιορισμούς και χωρίς καμία δικλείδα ασφαλείας. Με τη δικαιολογία του περιορισμού στο σπίτι, της διαρκούς συνδεσιμότητας, αλλά και του πατριωτικά επενδυμένου προτάγματος συμμετοχής στον «πόλεμο κατά του κορονοϊού», έχουμε πλέον χάσει κάθε δυνατότητα να διατηρούμε στοιχειώδη ωράρια. Ακόμα και όταν αρρωσταίνουμε από τον ιό, από την κούραση, ή από την πολύωρη παραμονή μπροστά στις οθόνες, βρισκόμαστε σε διαρκή πίεση να παράγουμε για να εξασφαλίσουμε τη μελλοντική μας επιβίωση. Διότι, για τις επισφαλείς εργαζόμενες, κάθε στιγμή παραγωγής είναι παράλληλα μια παροντική διαδικασία, η οποία επιβεβαιώνει τη συμμετοχή στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και μια προσπάθεια δημιουργίας ενός αβέβαιου μέλλοντος. Τη στιγμή που θα θέλαμε να κάνουμε μια παύση, για να μπορέσουμε ν’ αφουγκραστούμε και να καταλάβουμε όσα εκτυλίσσονται, ν’ αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας και να φροντίσουμε τους αγαπημένους μας ανθρώπους (παιδιά, γονείς, φίλους και φίλες), αλλά και τους/τις εαυτούς μας, είμαστε αναγκασμένες να συνεχίσουμε να παράγουμε παραδοτέα και μαθήματα, καταθέτοντας παράλληλα αιτήσεις για ερευνητικά προγράμματα και θέσεις διδασκαλίας με την ελπίδα να εξασφαλίσουμε ότι θα παραμείνουμε εργαζόμενες. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας κατάστασης είναι ανεπίτρεπτο, αν όχι απαράδεκτο, να μας ζητάται από τους υπεύθυνους των προγραμμάτων μας ή τα χρηματοδοτικά ιδρύματα να συνεχίσουμε να είμαστε όχι μόνο το ίδιο, αλλά και ακόμα περισσότερο παραγωγικές λες και «δεν τρέχει τίποτα». Να παλεύουμε για παρατάσεις και να διαπραγματευόμαστε λίγη ενσυναίσθηση.
Δεν πιστεύουμε ότι η συνθήκη αυτή είναι εφήμερη, αλλά ούτε και μη-αναστρέψιμη. Δεν πιστεύουμε, επίσης, ότι είναι μονόδρομος: οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν – παρά τα εγγενή σφάλματα και τις ελλείψεις τους – να ανοίξουν δυνατότητες αλληλέγγυων, διαδραστικών και ανοικτών μορφών παραγωγής γνώσης. Από την άλλη, οι αλλαγές που φέρνει η χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών εκπαίδευσης συντελούνται, ολοένα και περισσότερο, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διαδικασίας εδραίωσης και επέκτασης του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου πανεπιστημίου. Εκεί όπου η γνώση δεν παράγεται ως κοινό αγαθό αλλά ως καταναλωτικό προϊόν, του οποίου η αξία καθορίζεται από τη δυνατότητα παγκοσμιοποιημένης διακίνησης του. Οι ψηφιακές τεχνολογίες συμβάλλουν τόσο στην παραγωγή on-line προγραμμάτων διδασκαλίας, τα οποία στοχεύουν στην παγκόσμια προσφορά διαρκώς ανανεώσιμων προϊόντων προς δια βίου κατανάλωση, όσο και ερευνητικών προγραμμάτων, τα οποία υπακούουν στην αυστηρή λογική των logistics της γνώσης, εντείνοντας τη διαρκή αξιολόγηση στη βάση αλγορίθμων που ιεραρχούν την ποιότητα και ποσότητα των δημοσιεύσεων, των ερευνητών, αλλά και των θεσμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρόλο που υπήρξαν πολλές αντιστάσεις στην επιβολή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, κυρίως ως προς την επιβολή διδάκτρων και την αξιολόγηση των διδασκόντων, το μοντέλο αυτό έχει κυριαρχήσει και αποτελεί προϋπόθεση για την ολοένα διευρυνόμενη επισφαλή διδακτική και ερευνητική εργασία στα Ελληνικά πανεπιστήμια.
Αντιλαμβανόμενες τον διττό χαρακτήρα των ψηφιακών εργαλείων, ως εργαλεία (δια)σύνδεσης, αλλά και ως συστήματα επιβολής σχέσεων εξουσίας, στόχος μας δεν είναι να επιστρέψουμε στην κανονικότητα, σε αυτό που υπήρχε πριν. Δηλαδή, σε μια κρατικά ελεγχόμενη παραγωγή γνώσης που διέπεται από τις ακαδημαϊκές ιεραρχίες του δημοσίου και τις άνισες σχέσεις εξουσίας μεταξύ μόνιμου προσωπικού και επισφαλών. Ωστόσο, ούτε και προσβλέπουμε στις φαινομενικά πιο χαλαρές και «ανοιχτές» πρακτικές παραγωγής γνώσης για την έρευνα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, που καθορίζονται κατά κανόνα από πολιτικές προτεραιότητες των logistics της παραγωγικότητας της γνώσης.
Η επιθυμία μας μέσα σε αυτή τη συνθήκη αφορά το χρόνο. Χρειαζόμαστε μια παύση που θα μας επιτρέψει να αναστοχαστούμε με αφορμή την παρούσα συνθήκη, αλλά και να τοποθετηθούμε μέσα σε αυτή. Η παύση δεν πρέπει να ιδωθεί ως αντικοινωνική ή ως αντιπαραγωγική. Αντιθέτως, πρέπει να τη δούμε ως μια διαδικασία που δεν αναπαράγει το σύγχρονο καπιταλιστικό μοντέλο συνεχούς παραγωγής και ροής προς κατανάλωση, αλλά αντιπαραβάλει διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις. Μια ζωή, δηλαδή, λιγότερο «κανονική», που να ταιριάζει με το εξαιρετικό της περίστασης, όσο και αν επιχειρείται μια άρον άρον επιστροφή στην κανονικότητα.
Μια ζωή που ν’ ακολουθεί ρυθμούς που συντονίζονται με τις ανάγκες μας και τις ανάγκες όλων όσων μας περιβάλλουν. Η παύση που θέλουμε είναι, πάνω απ’ όλα, μια προτροπή για στάση. Μια ηθική στάση απέναντι στους/στις συναδέλφους/φισσες, τους/τις συντρόφους/φισσες και τις οικογένειές μας, αλλά και μια προσπάθεια να σχετιστούμε διαφορετικά με τους γύρω μας. Μια στάση που είναι ταυτόχρονα, η προσπάθεια να εναρμονιστούμε με έναν ρυθμό παραγωγής σύμφωνο με τις βασικές μας ανάγκες, αλλά και ο τρόπος αντίστασης και αντίδρασης στην καινούργια αυτή επιβαλλόμενη συνθήκη.
precademics – Μάιος 2020